Ανδρέας Θεοφάνους*

 

Η σύγχρονη Ιστορία διδάσκει ότι όταν μια δύναμη παραβιάσει τους κανόνες του διεθνούς δικαίου χωρίς να υποστεί επιπτώσεις και επιπλέον αποκομίσει οφέλη τα οποία γίνονται ανεχτά από τη διεθνή κοινότητα, ενδέχεται να αποθρασυνθεί και να συνεχίσει τα ανομήματά της. Κλασσικό παράδειγμα η ανοχή που επέδειξαν έναντι του Χίτλερ οι άλλες δυνάμεις, οι οποίες, σε κατοπινό στάδιο έσπευσαν να τον αντιμετωπίσουν. Συγκεκριμένα, όταν το 1932 ο Χίτλερ ανήλθε στην εξουσία αρχικά εδραίωσε την κυριαρχία του συντρίβοντας οποιαδήποτε αμφισβήτηση στη Γερμανία.  Σταδιακά η αυταρχική εξουσία έγινε ολοκληρωτική. Ταυτόχρονα η Ναζιστική Γερμανία κατέστησε ξεκάθαρο ότι ήταν μια αναθεωρητική δύναμη, η οποία δεν αποδεχόταν το status quo στην Ευρώπη, αναζητώντας ζωτικό χώρο (lebensraum). Μεταξύ των επιχειρημάτων που επικαλείτο ο Χίτλερ για τη νομιμοποίηση της πολιτικής του ήταν οι Γερμανόφωνοι πληθυσμοί εκτός των συνόρων της Γερμανίας. Στην πραγματικότητα όμως ο «ζωτικός χώρος» που επιζητούσε θα εξυπηρετούσε τα ευρύτερα οικονομικά συμφέροντα και τους ηγεμονικούς στόχους της Γερμανίας.

Παρά τις συναφείς πρόνοιες της Συνθήκης των Βερσαλλιών του 1919 ο Χίτλερ προχώρησε στη στρατιωτικοποίηση της χώρας.  Δεν υπήρξε καμιά αντίδραση από τις άλλες δυνάμεις – τη Βρετανία, τη Γαλλία, τη Σοβιετική Ένωση και τις ΗΠΑ – παρά το γεγονός ότι η Γερμανία δεν έκρυβε τους στόχους της.  Ακολούθως, προχώρησε στην προσάρτηση της Αυστρίας στις 12 Μαρτίου 1938 χωρίς καμία αντίδραση. Μεταγενέστερα, την 1η Οκτωβρίου 1938 κατέλαβε τη Σουδητία της Τσεχοσλοβακίας όπου υπήρχε Γερμανόφωνος πληθυσμός. Ο Βρετανός Πρωθυπουργός, Neville Chamberlain, επιστρέφοντας στο Λονδίνο από τη διάσκεψη του Μονάχου δήλωσε ότι αυτή η Συμφωνία διασφαλίζει την «ειρήνη στην εποχή μας» (“Peace in our Time”!). Αλλά φεύ! Η Ναζιστική Γερμανία λίγο αργότερα, στις 15 Μαρτίου του 1939, κατέλαβε ολόκληρη την Τσεχοσλοβακία.  Οι άλλες χώρες παρακολουθούσαν με αγωνία και αμηχανία αλλά και πάλι χωρίς αντίδραση. 

Η έκρηξη του Δευτέρου Παγκόσμιου Πολέμου ήταν πλέον ζήτημα χρόνου.  Αυτό συνέβη όταν ο Χίτλερ επιτέθηκε εναντίον της Πολωνίας. Το τεράστιο κόστος που καταβλήθηκε για τη συντριβή της Ναζιστικής Γερμανίας θα ήταν πολύ λιγότερο εάν οι άλλες δυνάμεις είχαν περιορίσει τον Χίτλερ νωρίτερα.  

Στη σημερινή συγκυρία ένα μεγάλο μέρος της διεθνούς κοινότητας παρακολουθεί με προβληματισμό τα τεκταινόμενα στη Συρία. Η απροκάλυπτη εισβολή της Τουρκίας στη Συρία έλαβε χώρα με την ανοχή των ΗΠΑ και της Ρωσίας, ενώ οι αντιδράσεις της ΕΕ και του Αραβικού κόσμου δεν ήταν αρκετές για να την οδηγήσουν σε αναδίπλωση. Δυστυχώς δεν είναι ορατό το τέλος της Συριακής κρίσης ούτε και του ανθρωπιστικού δράματος στην ευρύτερη περιοχή.  Η απροκάλυπτη επιθετική και επεκτατική πολιτική της Τουρκίας εγκυμονεί κινδύνους. Η Τουρκία διεκδικεί σήμερα «γαλάζιες πατρίδες» ενώ ταυτόχρονα ο Πρόεδρος Ερντογάν διακηρύττει κατ’ επανάληψιν τη σημασία των «συνόρων της καρδιάς του».

Όταν η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου 1974 προέβαλε τον ισχυρισμό ότι στόχος της ήταν «η αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης και η προστασία της τουρκοκυπριακής κοινότητας». Μετά την πτώση της Χούντας και του πραξικοπηματικού καθεστώτος στην Κύπρο στις 23 Ιουλίου ο Προεδρεύων Γλαύκος Κληρίδης εισηγήθηκε την επιστροφή στο Σύνταγμα του 1960 αλλά η απάντηση της τουρκικής πλευράς ήταν άμεση: «Είναι πλέον αργά».  Η Τουρκία χωρίς ίχνος σεβασμού στο διεθνές δίκαιο συνέχισε να παραβιάζει τη συμφωνία για κατάπαυση του πυρός και μεταξύ 14-16 Αυγούστου εξαπέλυσε νέα επίθεση καταλαμβάνοντας το 37% του εδάφους της Κύπρου.  

Η πραγματικότητα είναι ότι δεν υπήρξε κόστος για τις ενέργειες της Τουρκίας.  Τουναντίον, εάν αναλύσει κάποιος τα δεδομένα θα διαπιστώσει ότι η Τουρκία επιβραβεύεται από τη διεθνή κοινότητα. Μεταξύ άλλων, στην πορεία του χρόνου το διαπραγματευτικό πλαίσιο για επίλυση του Κυπριακού διαφοροποιήθηκε άρδην και σε μεγάλο βαθμό ικανοποιεί τους τουρκικούς σχεδιασμούς.  

Ως εκ τούτου, επαναξιολογώντας τα δεδομένα υπογραμμίζεται ότι η ανοχή που επιδεικνύεται από τους ισχυρούς της γης έναντι του τουρκικού σωβινισμού έχει ενθαρρύνει τους τυχοδιωκτισμούς της Άγκυρας. Η Ελλάδα και η Κύπρος καλούνται με πραγματισμό και χωρίς ψευδαισθήσεις, να καταρτίσουν μια ολοκληρωμένη στρατηγική, της οποίας ένας βασικός στόχος να είναι η αποτροπή επιπρόσθετων επιθετικών τουρκικών ενεργειών. 

 

* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.