(Γράφει ο Μιχάλης Παπαδημητρίου)
Ο άνθρωπος στη σύγχρονη πολιτική του ιστορία αρέσκεται να επινοεί και να χρησιμοποιεί χαρακτηρισμούς και λέξεις που είτε δεν σημαίνουν τίποτα ως προς το σημαινόμενον, είτε είναι καμωμένες για να παραπλανούν.
Αυτή η μανία για τη μετονομασία τίτλων –το έχουμε ξαναεπισημάνει- δεν είναι απλά ένας λεκτικός ρεφορμισμός (αν μπορούσαμε να δανειστούμε τον όρο), ή έστω μια μόδα, αλλά κρύβει βαθύτερα αίτια παραπλάνησης.
Ακούσαμε πρόσφατα για «οντότητες» και «συλλογικότητες», λέξεις που παρά την ευφυία της ελληνικής γλώσσας, δεν μας λένε τίποτα. Μετονομάσαμε τα νομικά και φυσικά πρόσωπα σε «οντότητες», και τους οργανισμούς και παντός είδους ομάδες σε «συλλογικότητες».
Φοβόμαστε να κυριολεκτήσουμε, και εξευμενίζουμε κακές έννοιες με τρόπο προκλητικό.
Λέμε «ευέλικτες μορφές απασχόλησης», «εισφορά κοινωνικής αλληλεγγύης», «μηχανισμό σταθερότητας», «μέτρα ήπιας προσαρμογής», «υπουργείο προστασίας του πολίτη» και άλλα τέτοια φαιδρά.
Ακόμα και τα «άτομα με ειδικές ανάγκες» τα βαφτίσαμε «άτομα με ειδικές ικανότητες ή δεξιότητες»!
Λέγαμε τις προάλλες για τον χαρακτηρισμό «προοδευτικός», που σκοτώνονται όλες οι παρατάξεις, και δη οι αριστερίζουσες, ποια θα τον προτάξει στον τίτλο της. Προοδευτικός είναι ένας ευγενής και πολλά υποσχόμενος όρος που δεν ανήκει προκαταβολικά σε κανένα κόμμα, ειμή μόνο σ’ αυτό που θα τον υλοποιήσει και θα τον αποδείξει εν τοις πράγμασι.
«Φιλελευθερισμός» είναι μια άλλη τέτοια έννοια που ξεκίνησε παλιά από την οικονομία. Αρχικά περιέγραφε το δόγμα της Κλασικής Σχολής της οικονομίας που γεννήθηκε στη Σκοτία εν μέσω της βιομηχανικής επανάστασης, από τον Adam Smith (1723-1790), ο οποίος αποσαφήνισε όλα τα οικονομικά μεγέθη (παραγωγή, εργασία, χρήμα, ανταγωνισμός κλπ) και υπερθεμάτισε την ανάγκη της ελευθερίας των συναλλαγών και της μη επέμβασης του κράτους.
Το οικονομικό αυτό δόγμα βέβαια μετατοπίστηκε πολύ αργότερα και στην πολιτική και σημαίνει πλέον τις αρχές και την ανάγκη της οικονομικής, πολιτικής και θρησκευτικής ελευθερίας του ατόμου.
Παρατηρούμε ότι τον όρο τον μονοπωλούν σήμερα δεξιά κόμματα, παρά το ότι δεν είναι κι αυτά αμέτοχα των συνταγματικών περιορισμών της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και της συνεχώς αυξανόμενης κρατικής παρέμβασης.
Κατά τον περασμένο αιώνα, «φιλελεύθερο» λεγόταν το Βενιζελικό κόμμα, και «λαϊκό» το αντίπαλό του δεξιό, που ιδρύθηκε το 1915 από τον Δ. Γούναρη και εξέπνευσε το 1951 επί Κ. Τσαλδάρη. Άλλη μια ονομασία που δεν ταιριάζει εννοιολογικά με τις αρχές και τα πεπραγμένα αυτού του κόμματος.
Εντύπωση προκαλεί η ονομασία «Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα», από το 1976 μέχρι σήμερα, που περιλαμβάνει στους κόλπους του δεξιά κόμματα από όλη την Ευρώπη εκτός από το Ηνωμένο Βασίλειο, και που προσωπικά δεν κατανοώ πόση σχέση μπορεί να έχουν αυτά τα κόμματα με το λαό και με τη στενή πολιτική του έννοια.
Εκεί όμως που υπάρχει απόλυτη σύγχυση είναι στην, προσφιλή τα τελευταία χρόνια, χρήση του όρου «ριζοσπαστισμός».
Τι σημαίνει άραγε ριζοσπάστης;
Είναι αυτός που θέλει να σπάσει τις ρίζες που τον κρατούν. Να αποκοπεί.
Ξεκίνησε ως έννοια του πολιτικού και κοινωνικού επαναστάτη στα μέσα του 18ου αιώνα. Χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τη διάδοση των δημοκρατικών ιδεών στη μεταρρυθμιστική Αγγλία κάπου στα 1760, ωστόσο χρησιμοποιήθηκε μέχρι σήμερα από όλα τα κόμματα του πολιτικού φάσματος.
Και η ΕΡΕ του μεταπολέμου ήθελε να λέγεται ριζοσπαστική, αλλά και τα αριστερά κόμματα ερωτοτροπούν συνεχώς με τη λέξη, που έχει καταντήσει terra incognita και ταυτόχρονα ξέφραγο αμπέλι.
Εντιμότερη και σαφέστερη διάκριση των κομμάτων παραμένει αυτή των Δεξιών και Αριστερών που προέκυψε από τις θέσεις του Γαλλικού κοινοβουλίου κατά την μεγάλη Επανάσταση, και που με τα χρόνια και την ανάγκη του πολιτικού συμβιβασμού άφησαν ενδιάμεσα ζωτικό χώρο για τα Κεντρώα κόμματα που σύντομα απέκτησαν ιδεολογικές συγγένειες με τον (ευνουχισμένο) Σοσιαλισμό.
Οποιοιδήποτε άλλοι πολιτικοί χαρακτηρισμοί είναι καταδικασμένοι να προκαλούν σύγχυση, να φαλκιδεύουν τους πραγματικούς σκοπούς αυτών των κομμάτων και να δημιουργούν απλώς εντυπώσεις.