Ανδρέας Θεοφάνους*

 

Η φετινή επέτειος της Κυπριακής ανεξαρτησίας συμπίπτει με μια ακόμη κρίσιμη περίοδο για το Κυπριακό καθώς και με πολλές άλλες μεγάλες προκλήσεις σε όλες σχεδόν τις εκφάνσεις του δημόσιου βίου. Οι τουρκικές θέσεις για εκ περιτροπής προεδρία, πολιτική ισότητα και συνομιλίες με καταληκτικό χρονοδιάγραμμα ήταν γνωστές εδώ και καιρό. Στην προκειμένη περίπτωση η απαίτηση για συμπερίληψη των τουρκικών επιδιώξεων στους όρους αναφοράς διαφοροποιεί άρδην πολλά δεδομένα.  Εάν τα ζητήματα αυτά «κλειδώσουν» με τον τρόπο που τα ερμηνεύει η τουρκική πλευρά, ένα από τα ερωτήματα που τίθενται είναι τι είδους διαπραγμάτευση θα ακολουθήσει. Προφανώς η κατάσταση αυτή παραπέμπει στο γεγονός ότι η όλη φιλοσοφία και διαδικασία που ακολουθήθηκε στο Κυπριακό όλα αυτά τα χρόνια απέτυχε να οδηγήσει σε μια τελική διευθέτηση. Αντίθετα, εάν αναλογισθούμε τα γεγονότα και τις πραγματικότητες, εύκολα διαπιστώνεται ότι επήλθε μια επιδείνωση του διαπραγματευτικού πλαισίου. 

Δεν μπορούμε επίσης να παραγνωρίσουμε τη συνεχή τουρκική επιθετικότητα όχι μόνο στην θάλασσα αλλά και επί του εδάφους.  Η πραγματικότητα είναι ότι η Τουρκία έχει ως στόχο τον παραμερισμό της Κυπριακής Δημοκρατίας και την προτεκτορατοποίηση ολόκληρης της χώρας. Στην περίπτωση που δεν καρποφορήσουν οι διαπραγματεύσεις η πίεση της Τουρκίας επί της Κυπριακής Δημοκρατίας θα συνεχισθεί.  Αυτό όμως δεν πρέπει να αποτελέσει λόγο για αποδοχή μια διευθέτησης που θα συνιστά παράδοση. Μεταξύ των στόχων της Άγκυρας είναι η αναβάθμιση της κατοχικής οντότητας και η ματαίωση των ενεργειακών σχεδιασμών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ταυτόχρονα ο υβριδικός πόλεμος εναντίον της Κύπρου θα συνεχισθεί.  

Παρά τις δυσκολίες δεν πρέπει να καμφθούμε.  Η Κυπριακή Δημοκρατία καλείται να ενισχύει συνεχώς την κρατική της υπόσταση και να αξιοποιήσει επαρκώς την ιδιότητά της ως κράτος μέλος της ΕΕ.  Υπογραμμίζω συναφώς ότι κανένα σοβαρό κράτος δεν διαπραγματεύεται την ύπαρξή του. Θα πρέπει να περάσει το μήνυμα ότι ενώ η διακοινοτική διάσταση του Κυπριακού είναι μέρος του προβλήματος η πιο σημαντική διάσταση είναι η παράνομη εισβολή και κατοχή. Πάνω απ’ όλα πρέπει να αναδειχθούν οι επεκτατικές επιδιώξεις της Άγκυρας και η τουρκική επιθετικότητα. 

Πέραν του εθνικού ζητήματος είναι καθοριστικής σημασίας να αξιολογήσουμε τα δεδομένα της οικονομίας.  Παρά την ανάκαμψη οι κίνδυνοι παραμένουν. Η Κύπρος σήμερα χρειάζεται επειγόντως ένα νέο ολοκληρωμένο οικονομικό υπόδειγμα.  Πέραν τούτου, εάν κρίνουμε από τα τεκταινόμενα στις διάφορες εκφάνσεις του δημόσιου βίου είναι προφανές ότι δεν έχουμε διδαχθεί από τα παθήματα της μεγάλης κρίσης και της τελικής κατάρρευσης.  Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η συμμετοχή στην Ευρωζώνη δημιουργεί πολλαπλές υποχρεώσεις.

Δυστυχώς σήμερα υπάρχει ένα κατακερματισμένο εσωτερικό μέτωπο και απουσία κοινωνικής συνοχής.  Η εικόνα του κράτους στα μάτια των πολιτών αλλά και ξένων δεν είναι καλύτερη. Για τη θλιβερή αυτή κατάσταση υπάρχουν πολλαπλές ευθύνες.  Το ζητούμενο όμως είναι η αναστροφή της το συντομότερο δυνατό. Είναι επίσης απαραίτητο να προωθήσουμε την ευνομία και την ισονομία καθώς και τον σεβασμό προς τους θεσμούς.  Προϋπόθεση για κάτι τέτοιο είναι όπως οι θεματοφύλακες του νόμου και των θεσμών να είναι παράδειγμα προς μίμηση και όχι προς αποφυγή.  

Εν κατακλείδι, επειδή η Κυπριακή Δημοκρατία σήμερα αντιμετωπίζει υπαρξιακούς κινδύνους και διλήμματα, οφείλουμε όλοι να εργασθούμε σκληρά για την εθνική μας επιβίωση. Η χώρα πρέπει να καταστεί κράτος – πρότυπο καθώς αυτό θα ωφελήσει τους πολίτες της και ταυτόχρονα θα δημιουργεί πρόσθετη αξία στο περιφερειακό, ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον.  Με αυτό τον τρόπο η Κυπριακή Δημοκρατία μπορεί να προσδοκά σε μεγαλύτερη στήριξη από άλλες δυνάμεις αφού η παρουσία και η συνέχειά της θα διασυνδεθεί με την εξυπηρέτηση ευρύτερων στόχων. Ως εκ τούτου χρειαζόμαστε αναβάθμιση του πολιτικού βίου, ισχυρή οικονομία, ποιοτική παιδεία σε όλα τα επίπεδα, αποτελεσματική διοίκηση στον δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα καθώς και την πάταξη της διαφθοράς, της διαπλοκής και της ανομίας.

* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.