Του Χρήστου Ηλιόπουλου*

 

Η πρόσφατη απαίτηση του Ειδικού Ληξιαρχείου στην Αθήνα να προσκομίζεται πληρεξούσιο από κάθε πρόσωπο του οποίου η γέννηση στο εξωτερικό πρόκειται να εγγραφεί στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με την απαίτηση των Δημοτολογίων για να εγγράψουν έστω και ενδεικτικώς την γέννηση σε οικογενειακή μερίδα προσώπων που έχουν γεννηθεί εκτός Ελλάδος να τους προσκομισθεί ληξιαρχική πράξη γεννήσεως από το Ειδικό Ληξιαρχείο και όχι το πιστοποιητικό γεννήσεως απ’ ευθείας από το εξωτερικό, οδηγεί στην ουσιαστική απαγόρευση της μερικής αποδοχής κληρονομίας από ομογενείς, πράγμα το οποίο δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό σε μία ευνομούμενη χώρα στην οποία προστατεύεται η ιδιωτική περιουσία.

Για να πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Όταν περισσότεροι του ενός συγκληρονόμοι δικαιούνται να αποδεχθούν μία κληρονομία, που μπορεί να περιλαμβάνει ακίνητα ή και τραπεζικές καταθέσεις στην Ελλάδα, έχουν την ευχέρεια είτε να την αποδεχθούν όλοι μαζί με την ίδια συμβολαιογραφική πράξη αποδοχής κληρονομίας, είτε και ξεχωριστά, με διαφορετικές πράξεις αποδοχής κληρονομίας, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Μπορεί επί παραδείγματι, τα τρία παιδιά που έχουν γεννηθεί και κατοικούν στην Αυστραλία, ή στον Καναδά, ή στις ΗΠΑ, να θέλουν να αποδεχθούν την κληρονομία στην Ελλάδα του πατέρα τους που απεβίωσε στο εξωτερικό, όλα μαζί, πηγαίνοντας στον ίδιο συμβολαιογράφο και υπογράφοντας την ίδια πράξη αποδοχής κληρονομίας, είτε αυτοπροσώπως με την παρουσία τους στην Ελλάδα, είτε δυνάμει πληρεξουσίου, που είναι και η πιο συνηθισμένη περίπτωση. Αυτό είναι ίσως το ευκταίον και το ιδεατό, δηλαδή όλοι οι κληρονόμοι να ενεργήσουν από κοινού, να εκπροσωπηθούν από τον ίδιο δικηγόρο στην Ελλάδα και να αποκτήσουν ο καθένας από το ένα τρίτο της κληρονομίας με την ίδια αποδοχή κληρονομίας.

Υπάρχουν όμως και οι περιπτώσεις, στις οποίες για πολλούς και διάφορους λόγους οι κληρονόμοι δεν προβαίνουν από κοινού στην αποδοχή της κληρονομίας. Αυτό μπορεί να συμβεί είτε διότι απλώς δεν μπορούν να συντονισθούν επειδή παραδείγματος χάριν ζουν σε διαφορετικές πόλεις ή ακόμα και χώρες. Μπορεί όμως οι κληρονόμοι να έχουν διαφορές μεταξύ τους, να μην έχουν καλές σχέσεις ή να μην έχουν επικοινωνία, με αποτέλεσμα δύο ας πούμε εξ αυτών να επιθυμούν την αποδοχή κληρονομίας, ενώ οι δύο άλλοι να μην το θέλουν, ή να αδιαφορούν ή για οιονδήποτε λόγο να μην θέλουν να συμπράξουν με τους δύο άλλους συγκληρονόμους.

Σε μία τέτοια περίπτωση ο νόμος και η πρακτική στην Ελλάδα επιτρέπουν σ’ εκείνους τους κληρονόμους που θέλουν να προχωρήσουν στην αποδοχή κληρονομίας να το κάνουν, χωρίς να περιμένουν ή να εμποδίζονται από τους άλλους, που αδιαφορούν ή δεν συνεργάζονται.

Το πρόβλημα δημιουργείται με το πιστοποιητικό εγγυτέρων ή πλησιεστέρων συγγενών, που πρέπει να εκδοθεί από τον Δήμο όπου είναι εγγεγραμμένος αυτός που απεβίωσε. Εάν αυτό το πρόσωπο δεν έχει συμπληρωμένη την οικογενειακή μερίδα του, πράγμα που συμβαίνει στην πλειοψηφία των περιπτώσεων των ομογενών, τότε πρέπει να εγγράψουμε τώρα τόσο τον γάμο του που έχει γίνει πριν από πολλά χρόνια στο εξωτερικό, όσο και την γέννηση των παιδιών του και μετά να μπορεί να εκδοθεί το πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών. Η εγγραφή των γεννήσεων στο εξωτερικό γίνεται στο Ειδικό Ληξιαρχείο στην Αθήνα, το οποίο απαιτεί τώρα πληρεξούσιο από κάθε πρόσωπο του οποίου η γέννηση πρόκειται να εγγραφεί. Εάν υπάρχει σύμπνοια μεταξύ των κληρονόμων, τότε δεν δημιουργείται πρόβλημα, διότι όλοι στέλνουν πληρεξούσιο στον δικηγόρο τους ή στον συγγενή τους στην Ελλάδα και έτσι καθίσταται εφικτή η εγγραφή της γεννήσεώς τους στο Ειδικό Ληξιαρχείο και ακολούθως μπορεί να εκδοθεί και το πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών από το Δημοτολόγιο.

Όταν όμως μερικοί μόνο από τους κληρονόμους προβαίνουν στην αποδοχή κληρονομίας, αδυνατούν να εγγράψουν στο Ειδικό Ληξιαρχείο την γέννηση των υπολοίπων κληρονόμων που δεν συμμετέχουν, διότι παρά το ότι διαθέτουν το πιστοποιητικό γεννήσεως του μη συνεργαζομένων κληρονόμους από το εξωτερικό, δεν έχουν ωστόσο πληρεξούσιο από αυτούς. Σε μία τέτοια περίπτωση, αφού δεν μπορεί να εγγραφεί στο Ειδικό Ληξιαρχείο η γέννηση όλων των κληρονόμων, δεν μπορεί να εκδοθεί από τον Δήμο το πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών, με συνέπεια χωρίς αυτό το πιστοποιητικό να μην μπορούν να ολοκληρώσουν την αποδοχή κληρονομίας οι μερικοί έστω εκ των κληρονόμων που επιθυμούν την αποδοχή των ακινήτων τους και την δήλωσή τους στο Κτηματολόγιο, επί παραδείγματι ή και την εκμετάλλευσή τους κατά το νόμο.

Η απαίτηση συνεπώς από το Ειδικό Ληξιαρχείο πληρεξουσίου από κάθε πρόσωπο που έχει γεννηθεί στο εξωτερικό για την εγγραφή της γεννήσεώς του, έστω κι αν αυτό το πρόσωπο δεν επιθυμεί την αποδοχή κληρονομίας, στερεί από τους υπολοίπους κληρονόμους το αναφαίρετο δικαίωμα την αποδοχής κληρονομίας των δικών τους μεριδίων, ώστε να προχωρήσουν εκείνοι στις όποιες ενέργειες τους επιτρέπει ο νόμος για την απόλαυση της ακινήτου ιδιοκτησίας τους ή για την αξίωση από την τράπεζα του μεριδίου τους από το υπόλοιπο των τραπεζικών λογαριασμών του θανόντος, επειδή δεν έχουν πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών.

Η ανωτέρω κατάσταση, που απηχεί την πλειοψηφία των περιπτώσεων των ομογενών που ενώ έχουν τελέσει γάμο στο εξωτερικό και έχουν αποκτήσει εκεί τέκνα, δεν τα έχουν εγγράψει σε αντίστοιχη οικογενειακή μερίδα σε Δήμο στην Ελλάδα, καταλήγει στο να στερεί από τους κληρονόμους που το επιθυμούν να αποκτήσουν το κληρονομιαίο μερίδιό τους σε ακίνητα ή επί τραπεζικών καταθέσεων, πράγμα που αποτελεί στέρηση της περιουσίας τους που αποτελεί παραβίαση τόσο του ελληνικού Συντάγματος όσο και διεθνών συνθηκών προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ειδικώς εκείνων της προστασίας της ιδιωτικής περιουσίας.

 

*Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Master of Laws.