Ρεκόρ (κατάντιας) όλων των εποχών

0
861

του Αλέξανδρου Κοκκάλη, καθηγητή ΔΠΘ

 

Κάθε χρόνο τέτοια εποχή, η ίδια είδηση: με βαθμό 4 η εισαγωγή σε Πανεπιστημιακά Τμήματα… Φέτος, με την ανωτατοποίηση των πάντων και την ίδρυση δεκάδων νέων τμημάτων το κοντέρ έγραψε 0,8. Νομίζω ότι αυτό αποτελεί ρεκόρ όλων των εποχών.

Η ουσία είναι μία: όταν οι υποψήφιοι είναι όσοι και οι θέσεις, νομοτελειακά κάπου θα περνάν και όσοι δίνουν λευκή κόλλα. Το να μειωθεί, όμως, ο αριθμός των εισακτέων έχει πολιτικό κόστος, ενώ το αντίθετο φέρνει ψηφαλάκια.

Τι είναι εφικτό να γίνει;

1. Εν αρχή ην μια μελέτη που να τεκμηριώνει τον αριθμό κάθε ειδικότητας ανάλογα με τις προσδοκώμενες ανάγκες της οικονομίας μας. Ας καταλήξει σε πλούσια νούμερα, αρκεί να υπάρχει κάποιο σκεπτικό, έστω όραμα. Βάση αυτής το Υπουργείο θα προχωρήσει σε ίδρυση ή κατάργηση/συγχώνευση Τμημάτων. Θα προκύψει, αναπόφευκτα, μια γενναία ‘Αθηνά 3’.

2. Κάθε άνοιξη τα Τμήματα ερωτώνται από το Υπουργείο πόσους εισακτέους θέλουν. Ορθά ερωτώνται, διότι κάθε Τμήμα γνωρίζει τις δυνατότητες της έμψυχης και υλικής υποδομής του και μπορεί να ορίσει πόσους φοιτητές μπορεί άρτια να εκπαιδεύσει. Οι σχετικές απαντήσεις (διαχρονικά) πετιούνται στον κάλαθο των αχρήστων. Το Υπουργείο τις αγνοεί. Βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση θα είναι να εισακουσθούν τα Τμήματα. Η εμπειρία δείχνει ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Τμημάτων ζητούν μικρότερο αριθμό εισακτέων από εκείνον που τελικά τους καπελώνει το Υπουργείο. Βέβαια θα πρέπει πρώτα να αποσαφηνισθεί πλήρως ο κανόνας χρηματοδότησης (πώς αυτή εξαρτάται από τον αριθμό των φοιτητών). Πιθανώς να είναι αναγκαίος ο επαναπροσδιορισμός της φόρμουλας χρηματοδότησης.

3. Ακούγεται ευρέως (το αδιανόητο) του να θεσπισθεί ως βάση εισαγωγής το 10. Αρκεί να ανατρέξει κανείς στο excel των φετινών αποτελεσμάτων για να δει την πληθώρα τμημάτων που θα μείνουν χωρίς κανένα εισακτέο. Φανταστείτε, επίσης, τους Θεματοδότες συναδέλφους της δευτεροβάθμιας, τι αφόρητες  πιέσεις θα υφίστανται για ευκολότερα θέματα, τουλάχιστον για τα 2 από τα 4 (… αναγκάζουν τα παιδιά μας να ξενιτευτούν…). Έτσι θα αλλοιωθεί και ο θεμελιώδης χαρακτήρας των Πανελληνίων, της κλιμακούμενης δυσκολίας. Λογικότερο είναι η βάση να μην είναι ενιαία, αλλά να υπάρχει διαφοροποίηση ανά Σχολή. Συνεπώς, μιλάμε για πληθώρα βάσεων εισαγωγής. Όμως, το ίδιο το σύστημα επιλογής των εισακτέων, επί δεκαετίες δοκιμασμένο, σοφά δείχνει ότι οι όποιες βάσεις ως απόλυτοι αριθμοί δεν έχουν τόσο νόημα. Οι Πανελλήνιες έχουν, ανά τα έτη, διαφορετική δυσκολία, αλλά εισάγονται πάντα σε κάθε Τμήμα οι καλύτεροι από εκείνους που το είχαν σε υψηλή επιλογή. Οι βάσεις, ως απόλυτοι αριθμοί, δεν μπορούν να ανταποκριθούν ούτε στην αναπόφευκτη ετήσια μεταβλητότητα της δυσκολίας των θεμάτων, ούτε στη διαχρονική μεταβλητότητα των προοπτικών κάθε Σχολής, όπως την αντιλαμβάνονται και τη δηλώνουν οι δεκάδες χιλιάδες των υποψηφίων με τη συμβουλεία των γονιών τους. Πάμπολλα είναι τα παραδείγματα θεαματικής μεταβολής των βάσεων σε Τμήματα από έτος σε έτος.

Συνεπώς, ο ορισμός μιας κάποιας βάσης οφείλει να μεταβάλλεται ετησίως και να εμπεριέχει συνδυαστικά τις μεταβολές στη δυσκολία των θεμάτων και στη ζήτηση κάθε τμήματος.

Ας δούμε εμβόλιμα ένα άλλο παρεμφερές θέμα: στο χ Τμήμα περνάει ο πρώτος με 16 και ο τελευταίος με 6 (σύνηθες παράδειγμα). Τι μάθημα μπορεί να γίνει σε αυτήν την αίθουσα; Προς ποιο επίπεδο ακροατηρίου θα απευθυνθεί ο Καθηγητής; Δεν πρόκειται πλέον για τάξη Γυμνασίου/Λυκείου, στα ΑΕΙ οι απαιτήσεις κάθε μαθήματος είναι πιο συνεκτικές. Συνεπώς, η όποια βάση θεσπισθεί, θα πρέπει να στοχεύει και σε ομοιογένεια.

Τούτων λεχθέντων, προτείνεται να θεσπισθεί ως βάση η γκάμα του 50-75% του βαθμού του πρώτου επιτυχόντα σε κάθε Τμήμα και να εξειδικεύεται το συγκεκριμένο ποσοστό για κάθε Τμήμα εντός αυτής της γκάμας, ανάλογα με το ιστορικό του διασποράς των βαθμών. Κάνοντας κάποιες δοκιμές βγαίνουν αποδεκτά νούμερα αριθμού εισακτέων. Προφανώς χρειάζεται ενδελεχής ανάλυση, αλλά με τον τρόπο αυτόν η βάση κάθε Τμήματος θα έχει εγγενή συσχέτιση με αμφότερες τις θεμελιώδεις μεταβλητές: δυσκολία των θεμάτων και δημοφιλία ενός εκάστου Τμήματος, εξασφαλίζοντας παράλληλα και ομοιογένεια ακροατηρίου. Λειτουργικά δε, απαιτείται μόνο η εισαγωγή μιας υπορουτίνας στο πρόγραμμα κατανομής των υποψηφίων στα τμήματα.

4. Και ένα τελευταίο σχετικό: ποια είναι η αιτία των ακραία χαμηλών βάσεων; ΟΙ ΕΙΔΙΚΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ. Υπάρχουν αρκετές ‘ειδικές κατηγορίες’ με ποσοστώσεις η κάθε μια (τρίτεκνοι, πολύτεκνοι, μουσουλμάνοι, παλαιοτέρων ετών, ομογενείς, εσπερινά λύκεια, κοινωνικών κριτηρίων και ίσως ξεχνάω κάποιες). Δεδομένης της σχετικότητας της ετήσιας βαθμολογίας, το 10% των παλαιοτέρων ετών αναπόφευκτα θα παραμείνει. Άλλωστε, δεν είναι αυτοί που ρίχνουν τις βάσεις. Όλες οι άλλες κατηγορίες ίσως μπορούν να ενοποιηθούν σε μια, με ποσόστωση το άθροισμά τους. Έτσι θα απαληφθούν κάποιες ακραίες περιπτώσεις εξαιρετικά αδύναμων υποψηφίων που, εξαιτίας μηδενικού ανταγωνισμού, εισάγονται με άσσους. Επιπρόσθετα, το 75% (έστω) της βάσης κάθε Τμήματος θα μπορούσε να ισχύει ως κατώφλι και για τις ειδικές κατηγορίες, αλλά ΚΑΙ για τις μεταγραφές. Διότι είναι αποδεκτό όλοι αυτοί να τυγχάνουν μιας ευνοϊκής αντιμετώπισης, βάσει κοινωνικο-οικονομικών κριτηρίων, αλλά όχι χωρίς πάτο, μέχρι ενός αποδεκτού ορίου.

Ελπίζω να έχω λίγο συνεισφέρει στην επίλυση της κακοδαιμονίας των ακραία χαμηλών βάσεων και να μην ξαναγίνουμε μάρτυρες παρόμοιων ειδήσεων που τελικά μας δυσφημούν.

Εύχομαι σε όλους/ες να έχουμε μια παραγωγική ακαδημαϊκή χρονιά.

 

Source: IHA-Professors & PhDs / ESOS.gr