«Ας είναι το 2017 Έτος – αφετηρία Εθνικής Ανάτασης, Ελπίδας και Αισιοδοξίας»
Αθήνα, 31.12.2016
Ελληνίδες, Έλληνες,
Με αισθήματα σεβασμού, ενόψει και της κρισιμότητας των περιστάσεων, σας απευθύνω αυτό το μήνυμα, λίγο πριν την ανατολή του Νέου Έτους. Έχοντας επίγνωση των ευθυνών που μου αναλογούν επιτρέψατέ μου να επισημάνω, εκ προοιμίου, ότι συνιστά εθνική ανάγκη, άρα εθνικό χρέος, το 2016 να είναι η τελευταία χρονιά που η απαισιοδοξία και η έλλειψη προοπτικής πλήττουν την Χώρα μας και τον Λαό μας. Κατά το 2017 μπορούμε και πρέπει ν’ ανακτήσουμε την ελπίδα και την αισιοδοξία που μας ταιριάζει. Επιπλέον, ιδίως αυτές τις στιγμές, η σκέψη μας πρέπει να στρέφεται περισσότερο προς εκείνους, οι οποίοι υφίστανται με μεγαλύτερη ένταση τις συνέπειες της μεγάλης κρίσης. Ήτοι προς τους οικονομικώς ασθενέστερους, προς τους πάσχοντες συνανθρώπους μας, πρωτίστως δε προς τη νέα γενιά, η οποία πλήττεται από πρωτόγνωρη ανεργία και αναγκάζεται ως και να εγκαταλείψει την Πατρίδα. Που έτσι χάνει το πιο πολύτιμο δημιουργικό της κεφάλαιο.
Αποτελεί όμως κοινό τόπο ότι η απλή περισυλλογή κάθε άλλο παρά αρκεί. Μπροστά σ’ αυτή την εθνική, κυριολεκτικώς, πρόκληση οφείλουμε, φυσικά καθένας στο μέτρο που του αναλογεί, ν’ αναλάβουμε τις ευθύνες μας. Και να υπερασπισθούμε την Ιστορία μας και το μέλλον, το οποίο ανήκει στην Ελλάδα μας.
I. Πριν απ’ όλα όσοι συμμετέχουμε στο πολιτικό σύστημα, με πρώτους εκείνους που το επηρεάζουμε ευθέως μέσω των αποφάσεών μας, έχουμε χρέος ν’ αποδείξουμε εμπράκτως τούτο: Σεβόμενοι την ιστορική διαδρομή και την προσφορά καθεμιάς των δημοκρατικών Πολιτικών Δυνάμεων καθώς και τις, αυτονόητες σε κάθε Δημοκρατία, ιδεολογικές κι επέκεινα πολιτικές διαφορές μεταξύ τους, πρέπει να διακηρύξουμε προς κάθε κατεύθυνση, εντός και εκτός της Χώρας, ότι τα μεγάλα και σημαντικά, δηλαδή τους Εθνικούς μας Στόχους, τους υπερασπιζόμαστε αποφασισμένοι και με αρραγή ενότητα. Σ’ αυτό το πλαίσιο ας μου επιτραπεί, δίχως να υποτιμώ άλλους, ν’ αναφερθώ στους εξής δύο κορυφαίους στόχους:
Α. Πρώτον, στην αταλάντευτη και ενεργό πορεία μας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του σκληρού πυρήνα της, της Ευρωζώνης. Η πορεία μας αυτή είναι αδιαπραγμάτευτη. Δοθέντος ότι είναι, από κάθε άποψη, υπαρξιακή και για εμάς και για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σ’ εκείνους δε οι οποίοι αμφισβητούν –θέλω να ελπίζω καλόπιστα- τις ικανότητές μας αναφορικά με την συνεπή εκπλήρωση των ευρωπαϊκών μας υποχρεώσεων απαντούμε, δίχως ίχνος αλαζονείας και έλλειψης επίγνωσης των δυνάμεών μας: Οι Έλληνες όχι μόνον αποτελούμε, εξ ορισμού, συστατικό στοιχείο του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος στο σύνολό του. Αλλά μπορούμε, τώρα που το Οικοδόμημα αυτό κλονίζεται λόγω της οικονομικής και ανθρωπιστικής κρίσης, να συμβάλλουμε στην στήριξή του μέσω της επιστροφής στις ρίζες του Ευρωπαϊκού Ιδεώδους. Ρίζες που τρέφουν ευεργετικά, μεταξύ άλλων και κατ’ εξοχήν, το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα και η Χριστιανική Διδασκαλία και Παράδοση. Και τούτο διότι εμείς μεσ’ από την δική μας πικρή εμπειρία μπορούμε να ευαισθητοποιήσουμε τους Εταίρους μας ως προς τα εξής:
1. Είναι ανάγκη ν’ αλλάξει αμέσως η εφαρμοζόμενη σήμερα, εν πολλοίς αδιέξοδη, συγκεκριμένη πολιτική λιτότητας. Πολιτική που συρρικνώνει το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν των περισσότερων κρατών-μελών και επηρεάζει αρνητικώς τόσο την βιώσιμη ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και την κοινωνική συνοχή της. Και ν’ αντικατασταθεί με μια οικονομική πολιτική, η οποία συνδυάζει αρμονικά την πάταξη των ελλειμμάτων και της σπατάλης καθώς και της κρίσης χρέους με την επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης. Η πολιτική αυτή πρέπει να στηριχθεί στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και στις κατάλληλες επενδύσεις καθώς και στην ορθολογικώς σχεδιασμένη τόνωση της ρευστότητας και της ζήτησης. Μια τέτοια πολιτική θα στηρίξει και το θεμελιώδες κεκτημένο της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας και του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, δηλαδή το Κοινωνικό Κράτος Δικαίου.
2. Όπως επίσης μπορούμε να καταδείξουμε στους Εταίρους μας ότι, και πάλι μέσα από την Ιστορία μας και την εμπειρία μας, είμαστε σε θέση να τεκμηριώσουμε πως το μέγα Προσφυγικό ζήτημα δεν αντιμετωπίζεται δίχως την άμεση και οριστική λήξη του πολέμου στην Συρία και στην ευρύτερη περιοχή. Ως τότε, όμως, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να συμπεριφερθεί, σεβόμενη το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, στους μεν πρόσφυγες όχι με φοβικά σύνδρομα αλλά με όρους Ανθρωπισμού και Αλληλεγγύης. Στους δε στυγνούς εκπροσώπους της τρομοκρατικής βαρβαρότητας όπως ταιριάζει σ’ εκείνους που διαπράττουν εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας.
Β. Κορυφαίος επίσης στόχος μας πρέπει να είναι πάντα η υπεράσπιση των Εθνικών μας Δικαίων, τα οποία θωρακίζονται επαρκέστατα από το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο στο σύνολό τους. Ειδικότερα:
1. Ως προς το Κυπριακό -και με την αυτονόητη βεβαίως διευκρίνιση ότι αυτό αποτελεί διεθνές και, κυρίως, ευρωπαϊκό ζήτημα- επιδιώκουμε, το συντομότερο δυνατό, την δίκαιη και βιώσιμη λύση του. Όμως η Κυπριακή Δημοκρατία, ως πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν είναι νοητή με περιορισμένη κυριαρχία, την οποία θα προκαλούσαν στρατεύματα κατοχής και αναχρονιστικές εγγυήσεις τρίτων. Τούτο είναι αντίθετο προς κάθε έννοια Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου. Επιπλέον δε θα δημιουργούσε ένα επικίνδυνο ως και καταστροφικό προηγούμενο για την κυριαρχία κάθε κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σ’ αυτή τη γραμμή υπάρχει απόλυτη ταύτιση και συμπόρευση μεταξύ της Ελληνικής και της Κυπριακής Δημοκρατίας και των Ηγεσιών τους.
2. Ως προς τα Ελληνικά σύνορα, με έμφαση σ’ εκείνα του Αιγαίου, η Συνθήκη της Λωζάνης, σύμφωνα με τον πυρήνα του Διεθνούς Δικαίου, πρέπει να γίνεται απ’ όλους πλήρως σεβαστή. Κάθε αμφισβήτησή της, άμεση ή έμμεση, είναι αδιανόητη και αυτονοήτως απορριπτέα. Πολλώ μάλλον όταν οδηγεί σ’ αμφισβήτηση των συνόρων όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
3. Τέλος, προς την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας καθίσταται σαφές ότι όσο επιμένει στην χρησιμοποίηση ονόματος, το οποίο πέραν της προκλητικής παραχάραξης της Ιστορίας αποπνέει αλυτρωτισμό, δεν έχει ευρωπαϊκή προοπτική. Το ευρωπαϊκό κεκτημένο αποκλείει υποψήφια κράτη-μέλη τα οποία αμφισβητούν, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, το status quo των συνόρων των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
II. Οφείλω όμως ν’ αναδείξω και το εξής: Το χρέος της σύμπνοιας και της ενότητας μπροστά στα μεγάλα και τα σημαντικά για την Χώρα μας ανήκει και σε κάθε Έλληνα Πολίτη. Καμιά ιδεολογική και πολιτική διαφορά δεν είναι επιτρεπτό να μειώνει την δύναμη της ομόθυμης προσήλωσής μας στην υπεράσπιση των Εθνικών μας Στόχων και των Εθνικών μας Δικαίων. Επιπλέον, το χρέος αυτό πρέπει να το εκπληρώνουμε όλοι, ανεξαιρέτως, δίχως ν’ αφήνουμε τον φθόνο, που έχει ως «δίδυμη αδελφή» την μετριότητα, να μας κυριεύει. Άλλωστε η γενναιότητα του ν’ αναγνωρίζουμε στον άλλο αυτό που του ανήκει και την αντίστοιχη δυνατότητα προσφοράς του για το κοινό καλό είναι, από μόνη της, ένα αδιαμφισβήτητο σημάδι ηθικής και πατριωτικής υπεροχής καθενός μας.
Ελληνίδες, Έλληνες,
Οι σκέψεις που εξέθεσα δεν πρέπει να εκληφθούν, υφ’ οιανδήποτε εκδοχή, ως έκφραση απαισιοδοξίας για το μέλλον της Πατρίδας μας. Όλως αντιθέτως, αποτελούν την ρεαλιστική βάση της εθνικής μας αισιοδοξίας κι ελπίδας. Διότι όλοι γνωρίζουν ότι εμείς, οι Έλληνες, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται αυτονοήτως και όλοι οι Έλληνες της Διασποράς, πάντα κρατάμε ψηλά την σημαία του Εθνικού μας Χρέους. Ιδίως σε κρίσιμες στιγμές, όπως η σημερινή. Γι’ αυτό η Ελλάδα στέκεται πάντα όρθια και πάντα συνεπής στον διάλογό της με την Ιστορία, την δική της, την Ευρωπαϊκή και την Παγκόσμια. Αυτό θα συμβεί και τώρα. Απ’ αυτή την μεγάλη δοκιμασία θα βγούμε νικητές. Αλλά και σοφότεροι, ως προς σφάλματα που δεν πρέπει να επαναληφθούν. Ας αναλογισθούμε ότι έχουμε ιερό χρέος να μην υπονομεύουμε το μέλλον των επόμενων γενεών.
Χρόνια πολλά, καλά κι ελπιδοφόρα. Κι εύχομαι το 2017 ν’ αποτελέσει, με την ορθοφροσύνη και την αποφασιστική συμβολή όλων μας, Έτος-αφετηρία εθνικής ανάτασης. Έτος σταθμό για το μέλλον που αρμόζει στην Πατρίδα μας, στον Λαό μας, στο Έθνος μας.