Εργασία, όπως τα λεξικά  μας πληροφορούν, είναι και λέγεται:  «i) κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που ασκείται με στόχο τη δημιουργία ενός χρήσιμου αποτελέσματος, ii) η προσφορά υπηρεσιών με αμοιβή, iii) το σύνολο των δραστηριοτήτων: α. που αφορούν ορισμένο αντικείμενο και  β. η  θέση σε οικονομική ή άλλη μονάδα στην οποία απασχολείται ένας εργαζόμενος, iv) η έρευνα ,η μελέτη ορισμένου αντικειμένου καθώς και το σχετικό αποτέλεσμα, συνήθως γραπτό».

Με άλλα λόγια, η ενέργεια του ρήματος εργάζομαι, με διάφορες κατά περίπτωση ερμηνείες.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι από την στιγμή που λαμβάνουμε (με κλάμα είναι αλήθεια)  τη γήινη, την υλική, τη χωμάτινη υπόστασή μας, εκκινούμε την δράση της εργασίας ή της δουλειάς με μια άλλη ορολογία.  Ακόμη και η διατήρηση του σώματός μας ομαλά και κατά φύση στην ζωή, προϋποθέτει και απαιτεί την λειτουργία όλων των οργάνων. Και μιλάμε μόνον για τα του σώματος.

Με μια γενικότερη προσέγγιση, ίσως και λίγο «λογοτεχνίζουσα»,  θα λέγαμε πως ολόκληρος ο ανθρώπινος βίος  αποτελεί μια εργασία. Μια εργασία η οποία (θα πρέπει να) παράγει ένα έργο σημαντικό, άξιο του σκοπού της ανθρώπινης ύπαρξης. Και βέβαια για να έχουμε την δυνατότητα της σύλληψης ενός μέρους της επιτυχίας, θα πρέπει να θωρούμε  τον τρόπο της διαβίωσης εδώ κάτω στην γη, από ψηλά. Τουλάχιστον να έχουμε αυτή την πρόθεση και να την κάνουμε πράξη κατά το μέτρο του δυνατού… δυνατά!

Δυνατά γιατί το πέρασμα απ’ εδώ είναι ανεπανάληπτο και εντελώς προσωπικό για τον καθένα. Επίσης εξαιρετικά σύντομο. Μια ριπή ματιάς. Άρα πρέπει στην προσωπική- ιδιωτική μας αυτή ζωή να έχουμε πάντοτε τον ρόλο του  πρωταγωνιστή και όχι του κομπάρσου. Να κοιτάμε (και να βλέπουμε) με θάρρος και εντιμότητα τον εαυτό μας.

Πιθανώς αυτός που εκτιμά, σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή, πως δεν έχει απολύτως τίποτε πια να κάνει, τοποθετεί  την οντότητά του  σε μια θλιβερή στασιμότητα. Και όπως το νερό έχει ανάγκη τη ροή και την κίνηση, διότι στην αντίθετη περίπτωση γίνεται δυσώδες , δύσοσμο, κάκοσμο, έτσι και η ψυχή έχει ανάγκη την προς άνωθεν κίνηση, την ανέλιξή της, την ζωτική οσμή, την πνοή. Την ουσία της, τη φύση της.

Βέβαια η κατά φύση ενέργεια της ψυχής έχει και το παράγωγο αποτέλεσμα της μετοχής στο ωραίο και στο αγαθό. Έτσι δημιουργείται ένα αίσθημα τουλάχιστον ευεξίας και οπωσδήποτε χαράς, ευχαρίστησης, ευαρέσκειας,  και ικανοποιήσεως διότι –όπως οι μεγάλοι μύστες διασαφούν- η ύπαρξη εγκαταβιεί μεν στο σώμα, αλλά ταυτόχρονα πραγματοποιεί μέθεξη με το ουσιαστικό της «είναι». Υπάρχει σχέση αγάπης με τη φύση και με τον συν-άνθρωπο. Εξάλλου όπως σε παλαιότερο κείμενο ( με τίτλο «Περί ευτυχίας ο λόγος») σημειώσαμε: « Ίσως ευτυχισμένος είναι αυτός ο οποίος διαισθάνεται αδιαλείπτως ότι με τις δημιουργικές επιλογές του βίου του, προσφέρει χρήσιμες ωφέλιμες εποικοδομητικές και αγαθές υπηρεσίες προς το σύνολο της ανθρωπότητας , αντιλαμβανόμενος ότι με αυτό τον τρόπο αποδίδει ένα υψηλό νόημα στην ύπαρξη του».

Πρέπει μάλλον να υπογραμμισθεί πως η «εργασία» που πιο πάνω περιγράψαμε,  συνάδει και με ένα θετικό τρόπο διερμήνευσης της ζωής και μιας διαρκούς κίνησης και ενέργειας προς το ωφέλιμο και ψυχωφελές.

Ζει στην χώρα του ψεύδους, χωρίς καν ψήγματα σωφροσύνης  και βρίθοντας αλαζονεία,  όποιος νομίζει πως εύκολα και άκοπα θα βρει ένα ασφαλή βατήρα, όπου εκεί  με έπαρση θα ορθώσει δια μαγείας , εσαεί, τον ευχαριστημένο και δοξασμένο αποκλειστικά από τον εαυτό του, εαυτούλη του…

Στον καθημερινό βίο θεωρητικά και πρακτικά φαίνεται και σημειώνεται πως -εφόσον ομιλούμε για ζωντανά πλάσματα και όχι για ανόργανη ύλη-, εδραίωση σε ένα μοναδικό επίπεδο και μόνιμη παραμονή σε αυτό, δεν υπάρχει.

Και… ευτυχώς δηλαδή! Διότι γραμμικά (υπό την έννοια που πραγματευόμαστε) δουλεύουν μόνο οι μηχανές.

Ο άνθρωπος δεν είναι μια μηχανική κατασκευή από σάρκα, κόκκαλα και τρίχες.

Είναι ένα δημιούργημα. Μια ψυχή μέσα σε ένα σώμα.

Στην πραγματική ζωή λοιπόν ή θα ανεβαίνει κάποιος ή θα κατεβαίνει. Μέση κατάσταση δεν υπάρχει, Εφόσον επιλεγεί η οδός της ανόδου, άμεσα αρχίζει και η εργασία προς την υλοποίηση αυτής της ανόδου. Ο δρόμος αυτός δεν έχει συγκεκριμένες θέσεις στον χώρο και στο χρόνο, που  κάποιος φτάνοντας εκεί μπορεί να  αποφανθεί πχ πως εκεί που ήθελε, έφτασε(τερμάτισε) και μπορεί να παραμείνει  για πάντα σε αυτό το  –υποτιθέμενο-  συγκεκριμένο  σημείο.

Η αλήθεια μάλλον είναι, όπως ζωγραφίζει με τις λέξεις ο ποιητής : « στο μόνο μέρος που μένει κάποιος για πάντα είναι ο τάφος». Σε οποιαδήποτε άλλη της ζωής έκφανση, ο οποιοσδήποτε, ή ελαύνει μπροστά ή υποχωρεί.

Όπως λέγεται… όλα τα αγαθά, υλικά και πνευματικά, προσλαμβάνουν την αξία τους, από το ποσό και την ποιότητα της προσπάθειας  του αγώνα που καταβάλλεται ώστε να κατακτηθούν. Και κατόπιν στην τέρψη που προσφέρει η απόλαυσή τους(υπό την έννοια της ιδιαίτερης ευχαρίστησης όσο και χαράς που αισθάνεται κάποιος μέσω των αισθήσεων ή του πνεύματος και ιδιαίτερα του πνεύματος).

Το «έχω», δεν σημαίνει τίποτε επί της ουσίας, αν δεν συνοδεύεται από το «γεύομαι» και από το «από-λαμβάνω», «μετέχω».

Και προφανώς αυτός ο οποίος αποκλειστικά και μόνο καταναλώνει, έστω και αυτά που με πολύ, λίγο ή και καθόλου κόπο απέκτησε ή του χορηγήθηκαν, χωρίς να επιτελεί κανένα έργο(χωρίς να εργάζεται με μια άλλη ορολογία) και χωρίς να μοιράζεται ,δεν μετέχει στην ανθρώπινη πρόοδο και αποτελεί αρνητική συνιστώσα στην εξέλιξη της κοινωνίας .

 Ίσως βάζουμε πολύ «φιλολογία» στην ζωή μας και πολύ λίγη ζωή στη φιλολογία μας.

*Το «πολύ» ως επίρρημα το οποίο αναφέρεται στο μέγεθος.