Αθήνα, 8 Δεκεμβρίου 2015.
Του Χρήστου Ηλιόπουλου*
Μία έγκυρη κατ’ αρχάς διαθήκη μπορεί να ακυρωθεί εάν αποδειχθεί ότι με την διαθήκη παραλείπεται κάποιος που είχε δικαίωμα στην νόμιμη μοίρα, επειδή ο διαθέτης δεν γνώριζε την ύπαρξή του ή επειδή ο μεριδούχος δεν υπήρχε ακόμα. Την ακύρωση μπορεί να ζητήσει από το Δικαστήριο στην Ελλάδα μόνο ο παραλειφθείς μεριδούχος, δηλαδή συγγενής που έχει δικαίωμα στη νόμιμη μοίρα. Στη νόμιμοι μοίρα δικαίωμα έχουν τα παιδιά ή τα εγγόνια του θανόντος διαθέτη, ο σύζυγος και οι γονείς του.
Σε μία διαθήκη είναι θεμιτή η απόφαση του διαθέτη να μην αφήσει κανένα κληρονομιαίο στοιχείο σε κάποιον κοντινό συγγενή του και ειδικώς σε κάποιο παιδί του, στον σύζυγό του ή στους γονείς του. Η διαθήκη αυτή είναι έγκυρη, όμως τα παιδιά, ο σύζυγος και οι γονείς του κληρονομουμένου έχουν δικαίωμα στη νόμιμη μοίρα, που είναι το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας, δηλαδή το μισό του μεριδίου που θα ελάμβαναν αν δεν υπήρχε καθόλου διαθήκη. Ακόμα δηλαδή κι αν οι παραπάνω παραλείπονται εντελώς, έχουν δικαίωμα να διεκδικήσουν, αν θέλουν, το μισό από το εξ αδιαθέτου μερίδιό τους.
Υπάρχει όμως και η δυνατότητα η διαθήκη να ακυρωθεί εξ ολοκλήρου, εάν είναι εις βάρος ενός νόμιμου μεριδούχου, εάν δηλαδή παραλείπει εντελώς κάποιο παιδί (ή εγγόνι, εάν το παιδί έχει προαποβιώσει), τον σύζυγο ή έναν γονέα του διαθέτη. Η ακύρωση μπορεί να ζητηθεί εάν αποδεικνύεται ότι ο διαθέτης όταν συνέταξε την διαθήκη δεν γνώριζε ότι υπάρχει αυτός ο νόμιμος μεριδούχος. Επί παραδείγματι, εάν ο διαθέτης πίστευε ότι δεν έχει παιδιά και γι’ αυτό με διαθήκη άφησε όλη την περιουσία του σε μία φίλη του, ενώ μετά τον θάνατο του διαθέτη αποκαλύπτεται ότι υπήρχε παιδί του, την ύπαρξη του οποίου ο διαθέτης δεν γνώριζε όταν έγραφε την διαθήκη του. Το ίδιο ισχύει εάν για παράδειγμα η σύζυγος του διαθέτη ήταν έγκυος κατά τον χρόνο συντάξεως της διαθήκης χωρίς ο διαθέτης να το γνωρίζει τότε.
Επίσης, μπορεί να ακυρωθεί η διαθήκη που συντάχθηκε όταν ο διαθέτης δεν ήταν παντρεμένος, ενώ αργότερα παντρεύτηκε. Η σύζυγος μπορεί να ζητήσει την ακύρωση της διαθήκης που προφανώς δεν την αναφέρει ως κληρονόμο, αφού η σύζυγος γνώρισε και παντρεύτηκε τον διαθέτη αρκετά χρόνια μετά την σύνταξη της διαθήκης.
Αυτό συνέβη και στα πραγματικά περιστατικά της υπ΄αριθ. 376/2004 απόφασης του Αρείου Πάγου. Ο διαθέτης ζούσε στην Αυστραλία από το 1951 χωρίς να έχει τελέσει γάμο. Το 1985 συνέταξε εκεί διαθήκη σύμφωνα με το νόμο της χώρας αυτής, εν όψει της μετοικήσεώς του στην Ελλάδα. Με την διαθήκη του άφησε όλη την κληρονομία του σε έναν ανηψιό του, ενώ άφησε την επικαρπία ακινήτων του στην μητέρα του.
Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε στην Φλώρινα, τέλεσε γάμο και απεβίωσε το 1998. Η διαθήκη του από την Αυστραλία ανέφερε μόνο τον ανηψιό και την μητέρα του, ενώ δεν ανέφερε, δηλαδή παρέλειπε την μετέπειτα σύζυγό του, γεγονός λογικό, δεδομένου του ότι κατά τον χρόνο συντάξεως της διαθήκης το 1985, ο διαθέτης δεν γνώριζε ότι αργότερα θα νυμφευόταν.
Παραλλήλως, στην Ελλάδα ο διαθέτης δεν συνέταξε νέα διαθήκη στην οποία να αναφέρει την σύζυγό του, διότι πίστευε ότι η διαθήκη της Αυστραλίας δεν ισχύει στην Ελλάδα και επομένως η σύζυγός του θα κληρονομούσε ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος του ούτως ή άλλως.
Μετά τον θάνατό του το 1998, ο ανηψιός δημοσίευσε στην Ελλάδα την διαθήκη της Αυστραλίας με την οποία αυτός ελάμβανε το σύνολο της κληρονομίας του θείου του. Ωστόσο, η σύζυγος του διαθέτη προσέβαλε στο δικαστήριο το κύρος της διαθήκης σύμφωνα με το άρθρο 1786 του Αστικού Κώδικα, ακριβώς διότι όταν είχε συνταχθεί η διαθήκη στην Αυστραλία το 1985 ο διαθέτης δεν γνώριζε την γυναίκα που αργότερα θα παντρευόταν και στις περιπτώσεις αυτές ο νόμος λέει ότι ο μετέπειτα μεριδούχος (εν προκειμένω, η μετέπειτα σύζυγος), μπορεί να ζητήσει την ακύρωση της διαθήκης.
Τα δικαστήρια στην Ελλάδα δικαίωσαν την σύζυγο, κρίνοντας ότι η διαθήκη της Αυστραλίας δεν μπορεί να εφαρμοσθεί, εφόσον μετά την σύνταξη της διαθήκης υπήρξε γάμος του διαθέτη και η σύζυγός του είναι αυτή που πλέον δικαιούται να λάβει την κληρονομία του.
*Ο Χρήστος Ηλιόπουλος
είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω,
Master of Laws.