Γράφει ο Ανδρέας Θεοφάνους*
Η Κύπρος αντιμετωπίζει σήμερα υπαρξιακά ζητήματα καθώς και άλλες ποικιλόμορφες προκλήσεις. Σημειώνω, μεταξύ άλλων, την τουρκική κατοχή, την προσπάθεια της Άγκυρας να πετύχει τον στρατηγικό έλεγχο ολόκληρης της Κύπρου, την παράτυπη μετανάστευση και τη δημογραφική αλλοίωση, την ανισότητα, τα δύσκολα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα, τη διαφθορά και τα ναρκωτικά. Υψίστης σημασίας είναι επίσης τα θέματα της ποιότητας της υγίειας και της παιδείας καθώς και άλλα ζητήματα της καθημερινότητας. Επιπρόσθετα, δεν θα ήταν υπερβολή να εγερθούν τα ζητήματα του αξιακού συστήματος και των νοοτροπιών.
Για τα θέματα αυτά απαιτούνται, μεταξύ άλλων, η μεγιστοποίηση των δυνατοτήτων μας, η κοινωνική συνοχή και η εθνική συμφιλίωση. Η κοινωνία δεν είναι μονολιθική καθώς υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις, ερμηνείες καθώς και ιδεολογίες. Όμως είναι σημαντικό να μάθουμε να συζητούμε με αλληλοσεβασμό και ανοχή στην αντίθετη άποψη. Καθοριστικής σημασίας είναι η ιστορική αυτογνωσία και η κριτική σκέψη. Είναι σημαντικό να αναπτύξουμε αυτά τα χαρακτηριστικά σαν κοινωνία.
Ενώ το παρελθόν δεν μπορεί να αλλάξει είναι δυνατόν να επηρεάσουμε και να καθορίσουμε το μέλλον μας. Αυτό δεν μπορεί να γίνει με τους όρους και τις συνθήκες της περιόδου 1960-74. Ούτε είναι επιθυμητό όποτε υπάρχουν εκλογές να υπάρχουν αντεγκλήσεις για το παρελθόν. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να συζητούμε και να θυμόμαστε το τι έλαβε χώρα. Αντίθετα, θα πρέπει να αντλούμε διδάγματα από την ιστορία. Είναι σημαντικό κάποια στιγμή να αξιολογήσουμε πρόσωπα και καταστάσεις με κριτική σκέψη ούτως ώστε να προχωρήσουμε απερίσπαστοι μπροστά.
Ο αγώνας της ΕΟΚΑ ήταν μεγαλειώδης και είναι σημαντικό να τον τιμούμε. Εξ αυτού δημιουργήθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία. Το δοτό Σύνταγμα Ζυρίχης και Λονδίνου δεν ήταν βέβαια ο στόχος του αγώνα. Ήταν όμως αποτέλεσμα του ανισοζυγίου δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι η πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων θεώρησαν τις εν λόγω συμφωνίες ως ενδιάμεσο σταθμό για άλλους στόχους.
Τα 13 Σημεία και οι διακοινοτικές συγκρούσεις του 1963-64 δημιούργησαν νέα δεδομένα. Το Ψήφισμα 186 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ στις 4 Μαρτίου 1964 αποτέλεσε μια πολύ μεγάλη νίκη για τον Πρόεδρο Μακάριο και την Κυπριακή Δημοκρατία καθώς νομιμοποιήθηκε διεθνώς το Δίκαιο της Ανάγκης. Όμως δεν αξιοποιήθηκε επαρκώς η Έκθεση Galo Plaza (1965), Ειδικού Αντιπροσώπου του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, η οποία τόνιζε ότι δεν υπήρχαν στην Κύπρο οι προϋποθέσεις για μια ομοσπονδιακή λύση. Αντίθετα, παρέπεμπε σε ένα ενοποιημένο κράτος. Αυτό βαραίνει την πολιτική ηγεσία η προτεραιότητα της οποίας παράμενε η Ένωση.
Οι διάφορες παραλλαγές του Σχεδίου Άτσεσον παρέπεμπαν σε μια κατάσταση διπλής ένωσης. Ο Μακάριος αγωνίσθηκε σθεναρά προς απόκρουση τέτοιων σχεδίων. Στον αγώνα αυτό είχε την καθολική στήριξη του πολιτικού κόσμου – από τη δεξιά μέχρι την αριστερά. Τις επιλογές Μακαρίου στήριξαν οι Γλαύκος Κληρίδης, Τάσσος Παπαδόπουλος, Βάσος Λυσσαρίδης και Εζεκίας Παπαϊωάννου.
Οι διαβουλεύσεις Ελλάδας-Τουρκίας για κάποια συμφωνία με αντικείμενο την Ένωση με ανταλλάγματα συνεχίζοντο κατά καιρούς. Σε ομιλία του στις 27 Ιουνίου του 1967 ο Πρόεδρος της Βουλής Γλαύκος Κληρίδης τόνιζε, μεταξύ άλλων:
«Τάσσομαι υπέρ της γνησίας Ενώσεως της Κύπρου μετά της μητρός πατρίδος. Αλλά αντιτίθεμαι σφοδρώς εις οιανδήποτε παραχώρησιν κυπριακού εδάφους προς την Τουρκία είτε υπό μορφήν κυριάρχου βάσεως, είτε υπό μορφήν εκμισθωμένης τοιαύτης, ως επίσης και εις αναγνώρισιν χωριστών διοικητικών εξουσιών εις τους Τουρκοκυπρίους».
Η στροφή Μακαρίου προς την πολιτική του εφικτού περί τα τέλη του 1967 ήταν επιβεβλημένη. Η κριτική που είναι δυνατό να ασκηθεί είναι ότι η αλλαγή αυτή έπρεπε να γίνει νωρίτερα. Η πολιτική αυτή εγκρίθηκε από τον Κυπριακό λαό στις προεδρικές εκλογές του 1968. Οι προπηλακισμοί που έλαβαν χώρα εις βάρος του ανθυποψηφίου του Μακαρίου Τάκη Ευδόκα αποτέλεσαν μελανό σημείο. Ο Μακάριος θα κέρδιζε τις εκλογές ούτως ή άλλως. Το τι έλαβε χώρα όμως ήταν απαράδεκτο και τραυμάτισε την ψυχική ενότητα του Κυπριακού Ελληνισμού.
Η ίδρυση της ΕΟΚΑ Β’ με ηγέτη τον Στρατηγό Γρίβα το Φθινόπωρο του 1971 συνέβαλε καθοριστικά στην αποσταθεροποίηση που ακολούθησε, η οποία απεδείχθη καταστροφική. Και δεν μπορεί να υπάρξει καμιά δικαιολογία για το τι ελάμβανε χώρα. Ούτε τα οποιαδήποτε δημοκρατικά ελλείμματα της διακυβέρνησης Μακαρίου μπορούν να αποτελέσουν άλλοθι για την πορεία ολέθρου. Ο Μακάριος κατ΄ επανάληψιν προειδοποιούσε για τις συνέπειες της ανωμαλίας. «Η παρανομία», υπογράμμιζε ο Μακάριος, «και η εγκληματική δράση της ΕΟΚΑ Β’ προωθούν τη διχοτόμηση και όχι την Ένωση». Όταν πέθανε ο Στρατηγός Γρίβας στις 27 Ιανουαρίου 1974 η κυβέρνηση Μακαρίου κήρυξε τριήμερο πένθος ενώ η Βουλή σε ειδική συνεδρία τον ανακήρυξε «άξιο της πατρίδος». Οι κινήσεις αυτές αποτελούσαν ουσιαστικό βήμα προς τη συμφιλίωση και την ομαλοποίηση της κατάστασης.
Συζητείτο τότε το ενδεχόμενο να διαλυθεί η ΕΟΚΑ Β’ και να πολιτικοποιηθεί η δράση της αντιπολίτευσης. Δυστυχώς για την Κύπρο ο ηγέτης της Χούντας ΙΙ, Δημήτριος Ιωαννίδης, επέβαλε τη σκληρή γραμμή και συνεχίσθηκε η ανωμαλία στην Κύπρο. Το Υπουργικό Συμβούλιο κήρυξε την ΕΟΚΑ Β’ ως παράνομη οργάνωση στις 25 Απριλίου 1974, περίπου 32 μήνες μετά την έναρξη της δράσης της. Είναι δυνατό να λεχθεί ότι η αργοπορία αυτή ήταν ενδεικτική της ανοχής του Μακαρίου. Ενώ ο Κύπριος Πρόεδρος κατάφερε σχεδόν να εξαρθρώσει την ΕΟΚΑ Β’, η σύγκρουση της αμερικανοκίνητης Χούντας με τον Μακάριο συνεχιζόταν. Με την επιστολή Μακαρίου προς τον Πρόεδρο Φαίδωνα Γκιζίκη στις 2 Ιουλίου 1974 η κλιμάκωση της σύγκρουσης με την Αθήνα κατέστη αναπόφευκτη. Το πραξικόπημα της Χούντας στις 15 Ιουλίου 1974 έδωσε μοναδική ευκαιρία στην Τουρκία να εισβάλει στην Κύπρο. Και η Κύπρος αφέθηκε μόνη και προδομένη.
20 περίπου χρόνια μετά συνομιλώντας με τον στενό συνεργάτη και Κυβερνητικό Εκπρόσωπο του Προέδρου Μακαρίου Μιλτιάδη Χριστοδούλου τον ρώτησα σε τι αποσκοπούσε η επιστολή. Η απάντησή του ήταν:
«Κυκλοφορούσαν έντονα οι φήμες ότι επίκειτο πραξικόπημα. Ο Μακάριος ήλπιζε ότι θα επαναλαμβανόταν η αποτροπή πραξικοπήματος όπως είχε γίνει τον Φεβρουάριο του 1972 όταν είχε ζητήσει από τον Κληρίδη να ενημερώσει ανάλογα την Αμερικανική Πρεσβεία στη Λευκωσία».
Ενώ το αίτημα των Ελλήνων Κυπρίων για ένωση ήταν θεμιτό και δίκαιο, το ανισοζύγιο δυνάμεων δεν επέτρεπε μια τέτοια εξέλιξη τη συγκεκριμένη περίοδο. Άλλωστε κατ΄ επανάληψιν Τούρκοι αξιωματούχοι στο πιο ψηλό επίπεδο, όπως ο Πρωθυπουργός Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ και ο Υπουργός Εξωτερικών Ιχσάν Σαμπρί Τσαγκλαγιανγκίλ διακήρυξαν κατ΄ επανάληψιν ότι «η Τουρκία ουδέποτε θα αποδεχόταν την προσάρτηση της Κύπρου στην Ελλάδα». Παρά ταύτα, εθεωρείτο από την αντιπολίτευση στην Κύπρο και σε διάφορους κύκλους στην Ελλάδα ο Πρόεδρος Μακάριος ως το εμπόδιο για την Ένωση.
Ήταν όμως εφικτή μια διευθέτηση στη βάση ενός ενιαίου κράτους με ενισχυμένη τοπική αυτοδιοίκηση για τους Τουρκοκύπριους. Δυστυχώς πολλοί παράγοντες μεταξύ των οποίων και η αποσταθεροποίηση δεν επέτρεψαν την υλοποίηση ούτε αυτού του στόχου. Επιπρόσθετα, είχε υποτιμηθεί ο τουρκικός κίνδυνος ενώ δεν είχαν κατανοηθεί επαρκώς τα γεωπολιτικά δεδομένα. Στη συγκεκριμένη περίοδο υπήρχε επίσης μεγάλη προσκόλληση σε ιδεολογικές προσεγγίσεις και σοβαρή έλλειψη πραγματισμού. Τα αποτελέσματα ήταν ολέθρια.
Λαμβάνοντας υπ΄ όψιν όλα αυτά τα δεδομένα πρέπει να γυρίσουμε σελίδα και να επικεντρωθούμε στο μέλλον. Αναγκαίες αν και όχι επαρκείς προϋποθέσεις για την επιτυχή αντιμετώπιση των υπαρξιακών κινδύνων που αντιμετωπίζει η Κύπρος, είναι η ιστορική αυτογνωσία, η εθνική συμφιλίωση και η κοινωνική συνοχή. Είναι καθοριστικής σημασίας να κινηθούμε προς αυτές τις κατευθύνσεις. Στην αντίθετη περίπτωση θα κλάψουμε επί ερειπίων.
* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.