Ελευθερία
Σε γνωρίζ’ από την κόψη,
την αγριωπή την όψη,
γρήγορα τη γη μετράς,
με τη σπάθα που κρατάς!
Χαίρε, κεχαριτωμένη,
από τα οστά βγαλμένη,
των Ελλήνων τα γερά,
από χρόνια παλαιά.
Με το αίμα σε ποτίσαν,
Δράμαλη διασκορπίσαν,
των γενναίων τα σπαθιά.
Χαίρε, χαίρε, Λευτεριά!
Τα παιδιά των Τουρκοφάγων,
των κουρσάρων των πελάγων,
χάθηκαν στην ξενιτιά.
Να τα κλαις, ομορφονιά!
Και τα χρόνια τους στα ξένα,
βάρβαρα και σκλαβωμένα,
από τούρκικα τουφέκια,
πιο πικρά ξένα πελέκια.
Κλαις και συ χαριτωμένη,
Λευτεριά ξενιτεμένη;
Χαίρε, χαίρε, και μην κλαις,
τα τραγούδια μας να λες!
Κλάματα δε σου ταιριάζουν,
(και τον ύπνο τους ταράζουν),
με τα ρούχα που φοράς
και τη σπάθα που κρατάς!
Όπως έκοψες κεφάλια,
τύραννων χοντρά κοκάλια,
με το ίδιο το σπαθί,
να κοπούν κι άλλοι δεσμοί,
Πολιτείας κι Εκκλησίας,
τα κοπάδια της Ασίας
δεν τα σμίγουν τώρα πια,
στης Ευρώπης τα χωριά!
Με τους Έλληνες φευγάτους,
(δίχως τράγους πιο βαρβάτους)
πρέπει τρόπος να βρεθεί,
η Πατρίδα να σωθεί.
Έχεις χρεία, βρε Πατρίδα,
μια σωτήρια σανίδα,
στην Ευρώπη δε μπορείς
ψάχνοντας για να τη βρεις!
Έλα, κάμε τους καρτέρι,
πιάσε τα κι από το χέρι,
στην Ελλάδα να τα πας,
τα παιδιά της ξενιτιάς!
Έλληνες ξενιτεμένοι,
Ομογένεια προκομμένη,
με τα πλούτη τα μεγάλα,
έχει χρεία σας Ελλάδα!
Με τη γνώση τη δική σας,
με το βιο και το πουγκί σας,
η Πατρίδα να σωθεί,
θέλει κιόλας και μπορεί!
Όπως φύγατε μονάχοι,
διγενείς θαλασσομάχοι,
έτσι πίσω και να πάτε,
την Ελλάδα να τιμάτε.
Τι σας ωφελεί να ζείτε,
την Πατρίδ’ αν δε μπορείτε
τώρα να υπηρετείτε,
αλλά ούτε καν να δείτε;
Την Ελλάδα που ποθείτε,
δράμετε να τη χαρείτε,
πριν γερόντια γενείτε
και το διάβολό σας βρείτε!
Τα ωραία της τα κάλλη,
τώρα τα γλεντάνε άλλοι,
αδηφάγοι,(σα βουβάλι!)
Πότε, θα γυρίστε πάλι;
Άιντε, τώρα μαζωχτείτε,
την Πατρίδα για να δείτε
με καλό νοικοκυριό,
σαν το παστρικό χωριό.
Ο ξενιτεμένος πόνος
δε γιατρεύεται πια μόνος,
θέλει συμπαράσταση,
στην κακή κατάσταση.
Φταίει το Κατεστημένο,
το πολύ διεφθαρμένο,
και κατέστης, αχ Ελλάς,
γάλατος σαν αγελάς!
Σε αρμέγουνε και τρώνε,
(και ψωμί με πίτα τρώνε!)
Δες, βαρύναν και ζητάνε,
ότι έχεις, να το φάνε.
Την Πατρίδα την καλή
τώρα νέμονται πολλοί,
γύφτοι και αλλοδαποί,
(Δέσποτες ημεδαποί!)
Και δε φτάνει μια φωνή,
ως τα ξένα παρακεί,
στα παιδιά τα πληγωμένα,
(σαν ελάφια λαβωμένα!)
Που τα φύσηξε τ’ αγέρι
στης Διασποράς τα μέρη,
μα δεν το ξεχνάν ακόμα,
της Πατρίδας τ’ άγιο χώμα!
Έμεινες ορφανεμένη,
Ελλαδίτσα μας καημένη,
και σου λείπουν τα παιδιά,
σαν της κλώσας τα πουλιά!
Ξενιτιάς τα κρατητήρια,
σαν του Χάρου κλαδευτήρια,
σου τα πήραν τα παιδιά,
και συ κλαις τη συμφορά!
Χαίρε, χαίρε πικραμένη,
Λευτεριά ξενιτεμένη!
Χαίρε τώρα και μην κλαις,
τα τραγούδια μας να λες.
Θάρρος λίγο να σου δίνουν,
το φαρμάκι σου να πίνουν,
σα να ήταν το στερνό,
του Σωκράτη το πιοτό!
Ναι, θα ’ρθει ευλογημένη
μέρα μια γαλαζωμένη,
η Πατρίδα θα ζητεί,
πάλι να λευτερωθεί!
Διασπορά και Λευτερία,
σα Λεβέντης με Κυρία,
θενά στήσουν το χορό
στο παλιό καλό χωριό!
Κι ένας ποιητής πιο νέος,
δυνατός και πιο γενναίος,
θα ξυπνήσει για να ψάλλει
της Ελλάδας νέα κάλλη.
Απ’ τη γη μέσα θα βγει
και θα πιάσει το βιολί,
με ρυθμό πολύ γοργό,
να σηκώσει το Λαό!
Έλληνες ξενιτεμένοι,
σα σπυριά σταριού σπαρμένοι
εις τα πέρατα της γης,
λαβωμένοι Διγενείς!
Ως το κάλεσμ’ ακουστεί,
του βιολιού που σας καλεί,
στην Ελλάδα να γυρνάτε
και τα χέρια να κροτάτε!
Ίδρωτας της εργασίας
έγινε για σας Μεσσίας,
δώρο της Διασποράς
ένας σπόρος αρχοντιάς!
Να, τι θέλεις, αχ Ελλάδα,
για να βρεις την ομορφάδα
και σοφίας τη φωλιά,
σαν τα χρόνια τα καλά!
Χαίρε, χαίρε δοξασμένη,
Διασπορά ξενιτεμένη,
η Πατρίδα θα σωθεί,
και ξανά θα δοξαστεί!
Χ. Κ. Ε.